παλμογράφημα

παλμογράφημα
το
τεχνολ. η εικόνα που σχηματίζεται στην οθόνη τού παλμογράφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλμός + γράφημα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παλμογράφημα — το, ατος γραφική παράσταση των παλμών που εξετάζει ο παλμογράφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταλαντόγραμμα — το, Ν φυσ. καμπύλη χαραγμένη στον πίνακα τού ταλαντογράφου, τού παλμογράφου, αλλ. παλμογράφημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντώνω + γράμμα (< γράφω), πρβλ. ιδεό γραμμα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”